- ἁπειρηκυῖαν
- ἀπειρηκυῖαν , ἀπό-ἐρῶverbumperf part act fem acc sgἐπειρηκυῖαν , ἐπί-ἐρῶverbumperf part act fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπειρηκυῖαν — ἀπό ἐρῶ verbum perf part act fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππηλάσιος — ία, ιο(ν) (Α ἱππηλάσιος, ία και ίη, ον) [ιππηλάτης] το θηλ. ως ουσ. η ιππηλασία το τρέξιμο με άλογο, η ιπποδρομία (α. «έμπειρος στην ιππηλασία» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ. γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν… … Dictionary of Greek